- στρογγυλοειδής
- -ές, Ααυτός που έχει στρογγυλό σχήμα.επίρρ...στρογγυλοειδῶς Ασε σχήμα στρογγυλό.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρογγυλοειδής — of round form masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγυλοειδῆ — στρογγυλοειδής of round form neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στρογγυλοειδής of round form masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) στρογγυλοειδής of round form masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγυλοειδεῖς — στρογγυλοειδής of round form masc/fem acc pl στρογγυλοειδής of round form masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγυλοειδές — στρογγυλοειδής of round form masc/fem voc sg στρογγυλοειδής of round form neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγυλοειδοῦς — στρογγυλοειδής of round form masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγυλοειδῶς — στρογγυλοειδής of round form adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek
στρογγυλώδης — ῶδες, Α [στρογγύλος] στρογγυλοειδής* … Dictionary of Greek